- μαλλιαρίζω
- [μαλλιαρός]είμαι οπαδός τού μαλλιαρισμού, μιμούμαι τις γλωσσικές υπερβολές τών μαλλιαρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
μαλλιαρισμός — ο 1. παλαιότερη, σκωπτική ονομασία τών λογίων που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα με ακρότητες και υπερβολές, καθώς και το κίνημα για τη χρησιμοποίηση και την επιβολή τής δημοτικής σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής 2. οι γλωσσικές ακρότητες τής… … Dictionary of Greek